Βυζαντινό Κάστρο του Καλέ
τα Βυζαντινά χρόνια, ο οικισμός του Διδυμοτείχου, αναδεικνύεται σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Θράκης, αρχικά ως το δίδυμο κάστρο επί των δύο αντίκρυ κείμενων λόφων -εξ ου και το όνομα, Διδυμότειχο- και στη συνέχεια η ισχυρότατη οχυρωμένη πόλη-κάστρο, επάνω στο λόφο του Καλέ.
Προπύργιο της Βασιλεύουσας, λίκνο αυτοκρατόρων, στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορικού στρατού, η πόλη αποτέλεσε δύο φορές -στο α' μισό του 14ου αιώνα- αυτοκρατορική έδρα και αργότερα την πρώτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη.
Το Βυζαντινό κάστρο του Καλέ (6ος-16ος αι.), δεσπόζει στην περιοχή, σωζόμενο σε μήκος περίπου ενός χιλιομέτρου με τους 23 του πύργους, οι οποίοι φέρουν μονογράμματα, όπως του Ταρχανειώτη, ή επιγραφές, όπως του Κομνηνού, διακοσμητικά και συμβολικά μοτίβα.
Η βραχώδης σιλουέτα ξεχωρίζει από μακριά, καθώς περιβάλλεται από τα ισχυρά του τείχη. Οδηγεί σ’ αυτό, ένας κυβολιθοστρωμένος δρόμος που ξεκινά από την κεντρική πλατεία και ανηφορίζοντας ανάμεσα από παραδοσιακά κτίρια, καταλήγει στην είσοδο του “Καλέ”, όπως αποκαλείται εδώ το κάστρο. Εδώ, σε ένα κομψό οίκημα με ξύλινη επένδυση, στεγάζεται το τουριστικό περίπτερο, όπου ο επισκέπτης ενημερώνεται για την πόλη και την ιστορία της, με προβολές βιντεοκασετών, τουριστικά φυλλάδια και ηλεκτρονική βάση δεδομένων.
Η επίσκεψη αρχίζει από τη μικρή πλατεία, που μοιάζει με φυσικό εξώστη κα καταλήγει στην κορφή στρογγυλού πύργου, με το μονόγραμμα του Χριστού, που ονομάζεται “Κουλάς της Βασιλοπούλας”.
Κατά τον τοπικό θρύλο, από αυτό τον πύργο ρίχτηκε στο κενό και αυτοκτόνησε, η κόρη του βασιλιά, όταν οι εχθροί κατέλαβαν το κάστρο. Αμέσως μετά, είναι ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αθανασίου, κτίσμα του 1843, στη θέση βυζαντινής εκκλησίας, που τα ίχνη της διατηρούνται στη βορινή πλευρά του. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, περιλαμβάνει εικόνες αφιερώματα των σιντεχνιών. Από εδώ ξεκινά στενός δρόμος, ανάμεσα σε παλιά νοικοκυρόσπιτα και οδηγεί στο εσωτερικό του κάστρου, σαν ένας περίπατος ανά τους αιώνες.
Η πρώτη στάση, γίνεται σ’ ένα μικρό ναίδριο, πέτρινο οικοδόμημα, που θυμίζει αρχαίο βωμό με διαστάσεις 2,5 μ. μήκος και 1,5 μ. πλάτος και ύψος. Στην ανατολική του πλευρά, έχει ανάγλυφο σε μάρμαρο εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που θυμίζει τα ανάγλυφα του Θράκα ιππέα. Στη νότια πλευρά του, είναι χαραγμένοι τέσσερις κύκλοι με σταυρούς, με επιγραφή που δείχνει το όνομα του Βυζαντινού πρίγκιπα Ραούλ Ασάνη Παλαιολόγου.
Εδώ οι κάτοικοι του Διδυμότειχου, θυσίαζαν κοκόρια κάθε χρόνο τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου κατάλοιπο προχριστιανικό, που γίνονταν προς τιμήν του Ασκληπιού.
Λίγο ψηλότερα και προφυλαγμένη με ψηλό μαντρότοιχο, είναι η αρμενική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Σουρπ Κεβόρκ). Είναι κτισμένη στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, όπου στις 26 Οκτωβρίου του 1341, στέφτηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων (του Βυζαντινού κράτους), ο Ιωάννης Στ' Καντακουζηνός.
Προπύργιο της Βασιλεύουσας, λίκνο αυτοκρατόρων, στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο της αυτοκρατορικού στρατού, η πόλη αποτέλεσε δύο φορές -στο α' μισό του 14ου αιώνα- αυτοκρατορική έδρα και αργότερα την πρώτη πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη.
Το Βυζαντινό κάστρο του Καλέ (6ος-16ος αι.), δεσπόζει στην περιοχή, σωζόμενο σε μήκος περίπου ενός χιλιομέτρου με τους 23 του πύργους, οι οποίοι φέρουν μονογράμματα, όπως του Ταρχανειώτη, ή επιγραφές, όπως του Κομνηνού, διακοσμητικά και συμβολικά μοτίβα.
Η βραχώδης σιλουέτα ξεχωρίζει από μακριά, καθώς περιβάλλεται από τα ισχυρά του τείχη. Οδηγεί σ’ αυτό, ένας κυβολιθοστρωμένος δρόμος που ξεκινά από την κεντρική πλατεία και ανηφορίζοντας ανάμεσα από παραδοσιακά κτίρια, καταλήγει στην είσοδο του “Καλέ”, όπως αποκαλείται εδώ το κάστρο. Εδώ, σε ένα κομψό οίκημα με ξύλινη επένδυση, στεγάζεται το τουριστικό περίπτερο, όπου ο επισκέπτης ενημερώνεται για την πόλη και την ιστορία της, με προβολές βιντεοκασετών, τουριστικά φυλλάδια και ηλεκτρονική βάση δεδομένων.
Η επίσκεψη αρχίζει από τη μικρή πλατεία, που μοιάζει με φυσικό εξώστη κα καταλήγει στην κορφή στρογγυλού πύργου, με το μονόγραμμα του Χριστού, που ονομάζεται “Κουλάς της Βασιλοπούλας”.
Κατά τον τοπικό θρύλο, από αυτό τον πύργο ρίχτηκε στο κενό και αυτοκτόνησε, η κόρη του βασιλιά, όταν οι εχθροί κατέλαβαν το κάστρο. Αμέσως μετά, είναι ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αθανασίου, κτίσμα του 1843, στη θέση βυζαντινής εκκλησίας, που τα ίχνη της διατηρούνται στη βορινή πλευρά του. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, περιλαμβάνει εικόνες αφιερώματα των σιντεχνιών. Από εδώ ξεκινά στενός δρόμος, ανάμεσα σε παλιά νοικοκυρόσπιτα και οδηγεί στο εσωτερικό του κάστρου, σαν ένας περίπατος ανά τους αιώνες.
Η πρώτη στάση, γίνεται σ’ ένα μικρό ναίδριο, πέτρινο οικοδόμημα, που θυμίζει αρχαίο βωμό με διαστάσεις 2,5 μ. μήκος και 1,5 μ. πλάτος και ύψος. Στην ανατολική του πλευρά, έχει ανάγλυφο σε μάρμαρο εικόνα του Αγίου Δημητρίου, που θυμίζει τα ανάγλυφα του Θράκα ιππέα. Στη νότια πλευρά του, είναι χαραγμένοι τέσσερις κύκλοι με σταυρούς, με επιγραφή που δείχνει το όνομα του Βυζαντινού πρίγκιπα Ραούλ Ασάνη Παλαιολόγου.
Εδώ οι κάτοικοι του Διδυμότειχου, θυσίαζαν κοκόρια κάθε χρόνο τη γιορτή του Αγίου Δημητρίου κατάλοιπο προχριστιανικό, που γίνονταν προς τιμήν του Ασκληπιού.
Λίγο ψηλότερα και προφυλαγμένη με ψηλό μαντρότοιχο, είναι η αρμενική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Σουρπ Κεβόρκ). Είναι κτισμένη στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Γεωργίου του Παλαιοκαστρίτη, όπου στις 26 Οκτωβρίου του 1341, στέφτηκε αυτοκράτορας των Ρωμαίων (του Βυζαντινού κράτους), ο Ιωάννης Στ' Καντακουζηνός.
Το Μεγάλο Τέμενος του Διδυμοτείχου
Σύμφωνα με την παράδοση το Μεγάλο Τέμενος αρχίζει να κτίζεται στο κέντρο του Διδυμότειχου στα τέλη του 14ου αιώνα (1389-1402), αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί λόγω της επέλασης των Μογγόλων στην Μικρά Ασία, από το σουλτάνο Βαγιαζήτ Α' τον Γιλντιρίμ (Κεραυνό), για το λόγο αυτό ονομάζεται τόσο από τους ντόπιους όσο και τους Οθωμανούς περιηγητές «Μπαγιαζήτ Τζαμισί». Το άλλο του όνομα είναι «Μπουγιούκ» (Μεγάλο) ή «Ουλού» Τζαμί.
Ολοκληρώθηκε με εντολή του σουλτάνου Μωάμεθ Α’ (1420-1421) από τον αρχιτέκτονα Ιβάζ πασά, από τους πιο φημισμένους αρχιτέκτονες της εποχής του.
Είναι το μεγαλύτερο τέμενος των Βαλκανίων και το πρώτο που κατασκευάστηκε από τους Οθωμανούς σε Ευρωπαϊκό έδαφος και θεωρείται το σημαντικότερο οθωμανικό μνημείο της περιοχής και ένα από τα αρχαιότερα, μεγαλύτερα και πλέον αξιόλογα μωαμεθανικά κτίσματα στην Ευρώπη.
Τα θεμέλια του τεμένους προβάλλουν σε κάποια σημεία έξω από το κτίριο, προκαλώντας τη δημιουργία εικασιών περί προγενέστερου κτίσματος στους ντόπιους λογίους. Μία τέτοια εικασία είναι ευλογοφανής, καθώς οι καθαγιασμένοι χώροι είχαν συνεχή χρήση, που περνούσε από τη μία θρησκεία στην άλλη.
Η δενδροχρονολόγηση ξυλείας με δείγματα από το ανώτερο τμήμα της κατασκευής δίνει έτος 1418, ενώ η μεγάλη επιγραφή επάνω από την κύρια είσοδο αναφέρει ότι η «κατασκευή του ευλογημένου βελτιωμένου τιμημένου τεμένους διατάχθηκε από τον υπέρτατο σουλτάνο Μεχμέντ (Μωάμεθ Α') και διακηρύχθηκε το Μάρτιο του 1420». Δεύτερη επιγραφή επάνω από την πλάγια είσοδο δίνει το έτος 1421 και τα ονόματα δύο χορηγών του κτιρίου, του Awwad Ibn Bayazid και του αρχιτέκτονα που ολοκλήρωσε το έργο Haci Ivaz Pasa ο οποίος είναι γνωστός από την ανέγερση κτιρίων, όπως το Πράσινο Τέμενος στην Προύσα.
Το κτίσμα είναι σχεδόν τετράγωνο σε κάτοψη, με μέσες εξωτερικές διαστάσεις 32,40μ x 30,20μ. Το εξωτερικό εμβαδόν του είναι σχεδόν ένα στρέμμα. Έχει τρεις θύρες, από τις οποίες η κεντρική προβάλλεται με θαυμάσια αραβουργήματα και αρχαΐζοντα ζιγκ-ζαγκ μοτίβα ενώ οι δύο εκατέρωθεν θύρες έχουν φραχθεί, από ό,τι φαίνεται σε πρώιμη φάση.
Το εσωτερικό του τεμένους παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Τον κεντρικό χώρο καλύπτει θαυμάσιος διακοσμητικός θόλος, ο οποίος αποτελείται από μικρές σανίδες, κατάλληλα συναρμοσμένες μεταξύ τους και αναρτάται από τον ξύλινο σκελετό της στέγης, καταλήγοντας σε τέσσερις πεσσούς μέσω ισάριθμων διακοσμητικών, ξύλινων τριγώνων.
Στο βόρειο τοίχο μέχρι πριν από λίγα χρόνια μπορούσε ο επισκέπτης να αντικρίσει μία μοναδική στην ισλαμική τέχνη παράσταση προσευχόμενης γυναίκας, η οποία δυστυχώς καταστράφηκε ολοσχερώς από την υγρασία. Μία άλλη, επίσης μοναδική τοιχογραφία, σώζεται ακόμη στον νότιο τοίχο, επάνω από το ιερό. Πρόκειται για παράσταση της ουράνιας πόλης, η οποία επαναλαμβάνει το θέμα του περίφημου ψηφιδωτού του Τεμένους Ομάρ στη Δαμασκό. Η παράσταση του Διδυμοτείχου εντυπωσιάζει με την κομψότητα, την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια απόδοσης των οικοδομημάτων, όπως και το χρησιμοποιούμενο χρωματικό φάσμα, σε μία άμεση συνέχεια της υστεροβυζαντινής ζωγραφικής.
Εκτός αυτών, οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με ρητά και γνωμικά από το Κοράνι, σύντομες προσευχές και επικλήσεις ιερών προσώπων, δοσμένα με παχιά καλλιγραφικά γράμματα σε ασυνήθιστη διάταξη. Μία από τις προσευχές, γραμμένη σε σχήμα αστραπής, θεωρούνταν από τους μωαμεθανούς ως αποτρεπτική πτώσης κεραυνού.
Από τον εξοπλισμό του εσωτερικού σώζονται ακόμη ο «θρόνος» δίπλα στο ιερό, ενώ στο βόρειο τμήμα υπάρχει εξέδρα. Το δάπεδο απαρτίζεται από καλά συναρμοσμένες πλινθόπλακες, ενώ παλαιά καλυπτόταν από βαρύτιμους και πολύχρωμους τάπητες.
Ενσωματωμένος στο περίγραμμα του κτιρίου, αλλά με δική του εξωτερική είσοδο, ο κομψός και πανύψηλος μιναρές που είχε αρχικά έναν εξώστη.
Στα 1912 οι Βούλγαροι μετέτρεψαν το Τέμενος σε Ναό, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο.
Όταν οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το Διδυμότειχο από τους Βούλγαρους στα 1913, ξανάκτισαν τμήμα του μιναρέ που είχε γκρεμιστεί και πρόσθεσαν δεύτερο εξώστη ψηλότερα. Ο αυλόγυρος πάλι οριοθετούνταν με μαρμάρινες πλάκες εκατέρωθεν της εισόδου με κομψοτεχνήματα αρίστης μαρμαρογλυπτικής τέχνης.
Κατά το μεσοπόλεμο το κτίριο πουλήθηκε από τη μουσουλμανική κοινότητα σε ιδιώτη.
Σήμερα το Μεγάλο Τέμενος αποτελεί μνημείο που ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού και προστατεύεται από το ελληνικό κράτος.
Ολοκληρώθηκε με εντολή του σουλτάνου Μωάμεθ Α’ (1420-1421) από τον αρχιτέκτονα Ιβάζ πασά, από τους πιο φημισμένους αρχιτέκτονες της εποχής του.
Είναι το μεγαλύτερο τέμενος των Βαλκανίων και το πρώτο που κατασκευάστηκε από τους Οθωμανούς σε Ευρωπαϊκό έδαφος και θεωρείται το σημαντικότερο οθωμανικό μνημείο της περιοχής και ένα από τα αρχαιότερα, μεγαλύτερα και πλέον αξιόλογα μωαμεθανικά κτίσματα στην Ευρώπη.
Τα θεμέλια του τεμένους προβάλλουν σε κάποια σημεία έξω από το κτίριο, προκαλώντας τη δημιουργία εικασιών περί προγενέστερου κτίσματος στους ντόπιους λογίους. Μία τέτοια εικασία είναι ευλογοφανής, καθώς οι καθαγιασμένοι χώροι είχαν συνεχή χρήση, που περνούσε από τη μία θρησκεία στην άλλη.
Η δενδροχρονολόγηση ξυλείας με δείγματα από το ανώτερο τμήμα της κατασκευής δίνει έτος 1418, ενώ η μεγάλη επιγραφή επάνω από την κύρια είσοδο αναφέρει ότι η «κατασκευή του ευλογημένου βελτιωμένου τιμημένου τεμένους διατάχθηκε από τον υπέρτατο σουλτάνο Μεχμέντ (Μωάμεθ Α') και διακηρύχθηκε το Μάρτιο του 1420». Δεύτερη επιγραφή επάνω από την πλάγια είσοδο δίνει το έτος 1421 και τα ονόματα δύο χορηγών του κτιρίου, του Awwad Ibn Bayazid και του αρχιτέκτονα που ολοκλήρωσε το έργο Haci Ivaz Pasa ο οποίος είναι γνωστός από την ανέγερση κτιρίων, όπως το Πράσινο Τέμενος στην Προύσα.
Το κτίσμα είναι σχεδόν τετράγωνο σε κάτοψη, με μέσες εξωτερικές διαστάσεις 32,40μ x 30,20μ. Το εξωτερικό εμβαδόν του είναι σχεδόν ένα στρέμμα. Έχει τρεις θύρες, από τις οποίες η κεντρική προβάλλεται με θαυμάσια αραβουργήματα και αρχαΐζοντα ζιγκ-ζαγκ μοτίβα ενώ οι δύο εκατέρωθεν θύρες έχουν φραχθεί, από ό,τι φαίνεται σε πρώιμη φάση.
Το εσωτερικό του τεμένους παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Τον κεντρικό χώρο καλύπτει θαυμάσιος διακοσμητικός θόλος, ο οποίος αποτελείται από μικρές σανίδες, κατάλληλα συναρμοσμένες μεταξύ τους και αναρτάται από τον ξύλινο σκελετό της στέγης, καταλήγοντας σε τέσσερις πεσσούς μέσω ισάριθμων διακοσμητικών, ξύλινων τριγώνων.
Στο βόρειο τοίχο μέχρι πριν από λίγα χρόνια μπορούσε ο επισκέπτης να αντικρίσει μία μοναδική στην ισλαμική τέχνη παράσταση προσευχόμενης γυναίκας, η οποία δυστυχώς καταστράφηκε ολοσχερώς από την υγρασία. Μία άλλη, επίσης μοναδική τοιχογραφία, σώζεται ακόμη στον νότιο τοίχο, επάνω από το ιερό. Πρόκειται για παράσταση της ουράνιας πόλης, η οποία επαναλαμβάνει το θέμα του περίφημου ψηφιδωτού του Τεμένους Ομάρ στη Δαμασκό. Η παράσταση του Διδυμοτείχου εντυπωσιάζει με την κομψότητα, την ακρίβεια και τη λεπτομέρεια απόδοσης των οικοδομημάτων, όπως και το χρησιμοποιούμενο χρωματικό φάσμα, σε μία άμεση συνέχεια της υστεροβυζαντινής ζωγραφικής.
Εκτός αυτών, οι τοίχοι είναι διακοσμημένοι με ρητά και γνωμικά από το Κοράνι, σύντομες προσευχές και επικλήσεις ιερών προσώπων, δοσμένα με παχιά καλλιγραφικά γράμματα σε ασυνήθιστη διάταξη. Μία από τις προσευχές, γραμμένη σε σχήμα αστραπής, θεωρούνταν από τους μωαμεθανούς ως αποτρεπτική πτώσης κεραυνού.
Από τον εξοπλισμό του εσωτερικού σώζονται ακόμη ο «θρόνος» δίπλα στο ιερό, ενώ στο βόρειο τμήμα υπάρχει εξέδρα. Το δάπεδο απαρτίζεται από καλά συναρμοσμένες πλινθόπλακες, ενώ παλαιά καλυπτόταν από βαρύτιμους και πολύχρωμους τάπητες.
Ενσωματωμένος στο περίγραμμα του κτιρίου, αλλά με δική του εξωτερική είσοδο, ο κομψός και πανύψηλος μιναρές που είχε αρχικά έναν εξώστη.
Στα 1912 οι Βούλγαροι μετέτρεψαν το Τέμενος σε Ναό, αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο.
Όταν οι Τούρκοι ανακατέλαβαν το Διδυμότειχο από τους Βούλγαρους στα 1913, ξανάκτισαν τμήμα του μιναρέ που είχε γκρεμιστεί και πρόσθεσαν δεύτερο εξώστη ψηλότερα. Ο αυλόγυρος πάλι οριοθετούνταν με μαρμάρινες πλάκες εκατέρωθεν της εισόδου με κομψοτεχνήματα αρίστης μαρμαρογλυπτικής τέχνης.
Κατά το μεσοπόλεμο το κτίριο πουλήθηκε από τη μουσουλμανική κοινότητα σε ιδιώτη.
Σήμερα το Μεγάλο Τέμενος αποτελεί μνημείο που ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού και προστατεύεται από το ελληνικό κράτος.
Κάστρο Πυθίου
Το κάστρο του Πυθίου είναι ένα από τα σημαντικότερα και καλύτερα διατηρημένα έργα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της Ελλάδας. Δεσπόζει σε χαμηλό γήλοφο, μπροστά στην κοιλάδα του ποταμού Έβρου, στο βορειοανατολικό άκρο του ομώνυμου χωριού και σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από το Διδυμότειχο.
Ιδρύθηκε από τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό (1341-1355) με σκοπό να αποτελέσει το προσωπικό του καταφύγιο στις επιχειρήσεις που διεξήγαγε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε ανάμεσα σ΄αυτόν και τον νόμιμο διάδοχο. Η ίδρυση του τοποθετείται στα 1330-1340.
Το όλο συγκρότημα αποτελούνταν από δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό. Ο εξωτερικός, από τον οποίο σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού, απλωνόταν σ΄ όλη την έκταση του λόφου. Ο εσωτερικός καταλαμβάνει το άκρο του λόφου.
Οι δυο περίβολοι ενισχύονταν με πύργους στις τρεις γωνίες, ενώ στα σημεία ένωσης των δύο περιβόλων υψώνονται οι δύο σωζόμενοι πύργοι.
Ο μεγάλος κεντρικός πύργος είναι σχεδόν τετράγωνος στην κάτοψη με μήκος πλευράς 15 μ. Είναι τριώροφος και χρησίμευε ως κατοικία. Η είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται και η διαμορφωμένη μέσα στο πάχος των τοίχων κτιστή κλίμακα που οδηγεί στους ορόφους και το δώμα του πύργου. Στη σωζόμενη απόληξη του πύργου διαμορφώνονται ισχυροί πρόβολοι που στήριζαν τον εξώστη ενός διευρυμένου ορόφου, ίσως και δύο, οι οποίοι περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι κατασκευάστηκαν. Οι πρόβολοι αυτοί αποτελούν καινοτομία της φρουριακής αρχιτεκτονικής στα χρόνια των Παλαιολόγων.
Ο δεύτερος πύργος εδράζεται σε χαμηλότερο επίπεδο, αλλά σώζεται σε μεγαλύτερο ύψος. Είναι και αυτός σχεδόν τετράγωνος, αλλά μικρότερος με διαστάσεις 7,40 Χ 7,30 μ. και σώζεται σε ύψος 20 μ. Αποτελείται από τέσσερις ορόφους που στεγάζονται με σφαιρικούς θόλους.
Ιδρύθηκε από τον Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνό (1341-1355) με σκοπό να αποτελέσει το προσωπικό του καταφύγιο στις επιχειρήσεις που διεξήγαγε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε ανάμεσα σ΄αυτόν και τον νόμιμο διάδοχο. Η ίδρυση του τοποθετείται στα 1330-1340.
Το όλο συγκρότημα αποτελούνταν από δύο περιβόλους, έναν εξωτερικό και έναν εσωτερικό. Ο εξωτερικός, από τον οποίο σήμερα σώζονται ελάχιστα τμήματα ανάμεσα στα σπίτια του οικισμού, απλωνόταν σ΄ όλη την έκταση του λόφου. Ο εσωτερικός καταλαμβάνει το άκρο του λόφου.
Οι δυο περίβολοι ενισχύονταν με πύργους στις τρεις γωνίες, ενώ στα σημεία ένωσης των δύο περιβόλων υψώνονται οι δύο σωζόμενοι πύργοι.
Ο μεγάλος κεντρικός πύργος είναι σχεδόν τετράγωνος στην κάτοψη με μήκος πλευράς 15 μ. Είναι τριώροφος και χρησίμευε ως κατοικία. Η είσοδος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Στην ίδια πλευρά βρίσκεται και η διαμορφωμένη μέσα στο πάχος των τοίχων κτιστή κλίμακα που οδηγεί στους ορόφους και το δώμα του πύργου. Στη σωζόμενη απόληξη του πύργου διαμορφώνονται ισχυροί πρόβολοι που στήριζαν τον εξώστη ενός διευρυμένου ορόφου, ίσως και δύο, οι οποίοι περιλαμβάνονταν στον αρχικό σχεδιασμό, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι κατασκευάστηκαν. Οι πρόβολοι αυτοί αποτελούν καινοτομία της φρουριακής αρχιτεκτονικής στα χρόνια των Παλαιολόγων.
Ο δεύτερος πύργος εδράζεται σε χαμηλότερο επίπεδο, αλλά σώζεται σε μεγαλύτερο ύψος. Είναι και αυτός σχεδόν τετράγωνος, αλλά μικρότερος με διαστάσεις 7,40 Χ 7,30 μ. και σώζεται σε ύψος 20 μ. Αποτελείται από τέσσερις ορόφους που στεγάζονται με σφαιρικούς θόλους.